Τρίτη 18 Ιουλίου 2017

Σαμψούντα, λιμάνι αναχώρησης των Ποντίων για την Ελλάδα


 Στα χρόνια του Ομήρου στην περιοχή κατοικούσε μια παφλαγονική φυλή, οι Ενετοί. Την πληροφορία μάς δίνει ο Όμηρος στο Β της Ιλιάδας. Αλλά και ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, ο λογογράφος, θεωρεί τους Ενετούς πρώτους κατοίκους της Αμισού. Μετά την πτώση της Τροίας, με τους οποίους είχαν συμμαχήσει, σύμφωνα με τον Στράβωνα οι Ενετοί εκδιώχτηκαν από την περιοχή και εγκαταστάθηκαν στον μυχό της Αδριατικής. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν σαν τους επόμενους κατοίκους της περιοχής μία φυλή με τα ονόματα Σύροι, Καππαδόκες, Λευκόσυροι. Όλοι αυτοί οι λαοί ήταν ινδοευρωπαϊκής καταγωγής του ιρανικού κλάδου. Στον τόπο αυτό ιδρύουν ελληνική αποικία οι Ίωνες της Φώκαιας το 562 π.Χ. με το όνομα Αμισός. Γύρω από την ελληνική αποικία κατοικούσαν βαρβαρικά φύλα με το όνομα Σάννοι ή Τζάνοι, είναι οι Μάκρωνες του Ξενοφώντα ή οι Δρύλλες του Αρριανού. Το 71 π.Χ. την πόλη πολιορκεί ο Λούκουλλος, την καταστρέφει και την ξαναχτίζει. Στα βυζαντινά χρόνια ονομάζεται Αμινσός και Αμινσώ, και το λιμάνι της έχει μεγάλη εμπορική σημασία. Στα τέλη του 12ου αιώνα οι Σελτζούκοι με αρχηγό τον εμίρη Κιλίτς Αρσλάν II εγκαταστάθηκαν κοντά στην Αμισό, θεμελίωσαν μία νέα πόλη που την ονόμασαν Σαμσούν (εις την Αμισόν – Σαμσόν – Σαμσούν. Οι δυο πόλεις απείχαν περίπου ένα χιλιόμετρο και είχαν στενές σχέσεις και κοινά συμφέροντα. Οι Σελτζούκοι πρόσφεραν προστασία με τη δύναμή τους και οι Έλληνες τους βοηθούσαν στο εμπόριο με τα καραβάνια της Ανατολής.
Με την ίδρυση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, η Σαμψούντα παρέμεινε στα χέρια των Μογγόλων αρχικά, των Σελτζούκων μετά.Είναι χτισμένη στο δέλτα δυο ποταμών, δυτικά βρίσκεται το κόκκινο ποτάμι (Κιζίλιρμακ) και ανατολικά το πράσινο ποτάμι (Γεσίλιρμακ). Σπουδαίο εμπορικό λιμάνι, άκμαζε οικονομικά και πολιτισμικά. Οι κάτοικοι είχαν οικονομική ευρωστία από την καλλιέργεια και το εμπόριο καπνού και φουντουκιών. Εργατικοί και φιλόπονοι καλλιεργούσαν την εκλεκτή ποικιλία καπνού “τααμλή ε ραχγιαλή Σαμσόν τουτουνού”.
Τα προβλήματά τους ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου μετά το 1916, με την παρουσία των Ρώσων στα ανατολικά εδάφη του Πόντου. Οι Τούρκοι υποπτεύονταν ότι βοηθούσαν τους Ρώσους και με αυτό το πρόσχημα στις αρχές του 1917 συνελήφθησαν και εξορίστηκαν πολλοί επιφανείς κάτοικοι της Σαμψούντας. Στην κεντρική πλατεία της πόλης, εκεί όπου σήμερα δεσπόζει ένα ρολόι, εκτελέστηκαν πολλοί αντάρτες. Σταδιακά η πόλη άδειασε από τους άντρες, οι οποίοι ανέβηκαν στα βουνά και ενώθηκαν με τους αντάρτες.
Η αντίστροφη μέτρηση για τη Σαμψούντα άρχισε στις 19 Μαΐου 1919, την μέρα που μπήκε στην πόλη ο Κεμάλ, αποφασισμένος να ξεριζώσει για πάντα κάθε ελληνικό στοιχείο από την Τουρκία. Μία μικρή βρετανική φρουρά βρισκόταν εκεί για να εφαρμόσει τους όρους της ανακωχής, αλλά μάλλον δεν το έκανε με πολύ μεγάλη επιμέλεια. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1922 κατέρρεε ταχύτατα, όπως ακριβώς και η Σμύρνη λίγο νωρίτερα.
Στην Αμισό συγκεντρώθηκαν χιλιάδες έλληνες Πόντιοι προκειμένου να επιβιβαστούν στα πλοία για την Ελλάδα. Άρρωστοι και απελπισμένοι κατακλύζουν την αποβάθρα, περιμένοντας τα πλοία της σωτηρίας τους. Η παραμονή τους εδώ είναι πολύμηνη, καθώς η Τουρκία απαγορεύει στα ελληνικά πλοία να έρθουν να τους παραλάβουν. Οι επιβιβάσεις στα πλοία διήρκεσαν σχεδόν δυο χρόνια, από τον Σεπτέμβριο του 1922 μέχρι τον Ιανουάριο του 1924. Πολλές φορές η παραμονή εδώ και η προσμονή για τον ερχομό του καραβιού κρατάει μήνες.
Πολλά ξένα πλοία βρίσκονται εκεί πρόθυμα να τους μεταφέρουν κατόπιν πληρωμής. Δυο γαλλικά πλοία, ένα βρετανικό, ένα ιταλικό και τέσσερα τουρκικά μεταφέρουν χιλιάδες πρόσφυγες είτε στα ελληνικά λιμάνια είτε στην Κωνσταντινούπολή. Το εισιτήριο ήταν επτά τουρκικές λίρες, όσοι δεν είχαν τα ναύλα τους, έβλεπαν απελπισμένοι να φεύγουν τα πλοία χωρίς αυτούς. Η μόνη τους ελπίδα να κάνουν κανένα μεροκάματο, για να μαζέψουν τα χρήματα. Οι πιο πολλοί δούλεψαν σαν λιμενεργάτες. Το αμερικάνικα πλοία δεν μπορούν να μεταφέρουν πρόσφυγες, αλλά παραμένουν στο λιμάνι σαν παρατηρητές.
Το Βρετανικό Ταμείο Διάσωσης παιδιών (Save the Children Fund) μας δίνει την πληροφορία ότι τον Νοέμβριο του 1922 βρίσκονται στο λιμάνι 30.000 και καταφθάνουν καθημερινά άλλοι 500 περίπου. Ο Ερυθρός Σταυρός μάζεψε όλα τα ορφανά στο λιμάνι της Σαμψούντας και τα έστειλε με πλοίο στην Ελλάδα. Αποβιβάστηκαν στην Εύβοια, όπου έμειναν επτά μήνες και στη συνέχεια τα έστειλαν σε ορφανοτροφεία. Μάζεψαν δεκάδες ορφανά από τους δρόμους και τα έσωσαν.
Αυτό το ανθρωπομάνι των δυστυχισμένων βολεύτηκε όπως όπως σε αποθήκες, υπόστεγα, σκηνές και εκκλησίες. Όταν κατέφθαναν τα πλοία, επικρατούσε συνωστισμός, ταραχή, κανονική υστερία τους κατελάμβανε για το ποιος θα επιβιβαστεί, για να γλιτώσει τη ζωή του. Δεν υπήρχε καμιά τάξη και σειρά, με αποτέλεσμα να χωριστούν οικογένειες μεταξύ τους . Ένα μεγάλο ποσοστό συγγενών δεν αντάμωσαν ποτέ πια στη νέα πατρίδα, χάθηκαν τα ίχνη τους. Η μεταφορά των προσφύγων στην Ελλάδα έγινε χωρίς κανέναν σχεδιασμό. Στο κείμενο της συνθήκης ειρήνης δεν είχε προβλεφθεί η ασφαλής μεταφορά αυτών των ανθρώπων. Σε κάθε ταξίδι φορτώνονταν 3-4 χιλιάδες άνθρωποι, με αποτέλεσμα οι θάνατοι στην διάρκεια του ταξιδιού να είναι πολλοί. Οι συνθήκες μεταφοράς δεν είναι καθόλου καλές. Τα πλοία είναι ακατάλληλα και παλιά. Οι άνθρωποι συνωστίζονται σαν σαρδέλες στα καταστρώματα και το νερό πολλές φορές τους καταβρέχει και απειλεί να τους καταπιεί. Πολλοί πεθαίνουν από ασφυξία και άλλοι από πείνα.
Το πλοίο “Αρχιπέλαγος” έκανε τη διαδρομή Σαμψούντα – Κωνσταντινούπολη – Τσανάκαλε – Θεσσαλονίκη. Ο τελικός προορισμός ήταν συνήθως η Δυτική Μακεδονία, με πρώτο το νομό Κοζάνης σε προτίμηση. Το ελληνικό πλοίο “Ωκεανός” ήταν ένα τεράστιο καράβι 35 χιλιάδων τόνων, το οποίο φόρτωσε τρεισήμισι χιλιάδες ψυχές από την Τραπεζούντα και έξι χιλιάδες από τη Σαμψούντα. Στοιβάχτηκαν σαν σαρδέλες πάνω στο πλοίο της σωτηρίας και κατέφτασαν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης μετά από ταξίδι τριών ημερών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

      Ευχές του Προέδρου του ΠΦΣ, κ. Απόστολου Βαλτά, για την νέα χρονιά